- νταγιαντίζω
- και νταγιαντώ και -άω1. δέχομαι αναγκαστικά μια δυσάρεστη κατάσταση, υπομένω, βαστώ, αντέχω («δεν νταγιαντώ, δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό», δημ. τραγούδι)2. λαμβάνω υπ' όψιν, υπολογίζω, λογαριάζω («δεν νταγιαντίζω κανένα»)3. (διαλ.) ακουμπώ, στηρίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dayandim, αόρ. τού ρ. dayanmak «στηρίζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.